- ταρσιίδες
- οι, Νζωολ. οικογένεια δενδρόβιων προπιθήκων με μοναδικό γένος τον τάρσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tarsiidae < tarsius (βλ. τάρσιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τάρσιος — (tarsius filippinensis). Θηλαστικό της οικογένειας των ταρσιδών, της τάξης των προπιθήκων. Ο λεμούριος αυτός, τυπικός εκπρόσωπος του μοναδικού γένους της οικογένειας των ταρσιδών, έχει μήκος λίγο μεγαλύτερο από 40 εκ., 25 από τα οποία ανήκουν… … Dictionary of Greek